Social Icons

.

Pages

14 Μαΐου 2013

Η φωλιά του λούτσου

Η Τάνια είναι κολλητή. Εκπληκτική χορεύτρια, πλαισιώνει πάντα τα μεγαλύτερα ονόματα.

Πού χορεύει; Στα μπουζούκια, τι, στη Λυρική;

Η μόνη διαφορά της Λυρική μας Σκηνής με ανάλογο στεγασμένο χώρο της Αφρικής, είναι ότι δεν έχει πασαλάκια.

Η φιλενάδα νταραβερίζεται με ιδιοκτήτη γκλαμουράτων εστιατορίων, ο οποίος της ρίχνει τέτοιας εμβέλειας κέρατο, που το ζηλεύουν οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας.

Μένουν μαζί, μόνο που αυτός εξαφανίζεται τα βράδια και η κολλητή μένει μόνη σαν πλεμόνι.

Η άλλη κολλητή η Μελίνα, είναι τραγουδίστρια και παραμυθιάζεται με έναν παντρεμένο επώνυμο τραγουδιστή, ύψους 1.65 -με δίσολο- και μούρη «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;»

Το 1.65 δεν την πειράζει τη φίλη μου, γιατί αυτή είναι 1.64, το «έχω και κότερο» δεν το βλέπει, τη στεναχωρεί μόνο που βρίσκονται όποτε και άμα η κυρία του δίσολου έχει τις κλειστές της.

Εγώ είμαι η μόνη που δεν τραβιέμαι αυτή την εποχή με μουνομαγνήτη, οπότε σερνόμαστε και οι τρεις στα μπαρ με ντύσιμο πουτάνας στο πιο Κυριακάτικο.

Η Τάνια έχει την τρέλα να τρώει τα λεμόνια από τα ποτά μας.

Μέχρι και από τα διπλανά ποτήρια ζητιανεύει.
Η Μελίνα δεν έχει τρέλα, έχει παράνοια.
Στέκεται πάντα με την πλάτη στον τοίχο, γιατί της κόλλησε η ιδέα ότι μπορεί κάποιος ψυχοπαθής να εμφανιστεί από πίσω και να της καρφώσει μια ένεση με τον ιό του AIDS.
Όταν όμως πηδιέται με αγνώστους χωρίς προφυλακτικό, ένα περίεργο πράγμα, δεν πιάνει τοίχο, αλλά στέκεται όπου βολεύει και δεν την απασχολεί κανένας ιός.

Η κουλαμάρα η δική μου -γιατί δεν είναι μόνο οι άλλες τρελές - είναι οι πόζες μου.

Επειδή καθόμαστε πάντα και μόνο στο μπαρ, πιάνω ένα σκαμπό και στήνομαι όλη νύχτα σε τρεις συγκεκριμένες πόζες.

Το έχω μελετήσει το θέμα στον καθρέφτη.
Μια πόζα σταυροπόδι, έτσι που να φαίνεται το πόδι μου τρία μέτρα.

Μια πόζα με ανοιχτά τα πόδια και τα χέρια ανάμεσα, για να φαίνονται λεπτοί οι μηροί. Αυτή, όταν φοράω παντελόνι.
Μια πόζα με ένα πόδι και κωλομέρι στο σκαμπό και το άλλο κάτω, για να σπάει ωραία η μέση.
Για να δέσει το κάδρο τινάζω ενίοτε ελαφρά τα μακριά μαλλιά μου, όπως όλες οι γυναίκες που σέβονται τον εαυτό τους και τα λιγούρια τους.

Και έρχονται οι γκόμενοι με τη γλώσσα έξω.
Στο μάτι τη βλέπεις τη γλώσσα, όχι στο στόμα.

Το τι μου λένε μπας και τους κάτσω, δεν περιγράφεται.

Κάτι πράγματα που κι ο μεγαλύτερος μαλάκας τα θεωρεί μαλακίες.

Τι, ότι έχω το μυστηριώδες βλέμμα της μάγισσας, ότι είμαι μια βιτσιόζα πριγκίπισσα, άγρια ελαφίνα, -ναυτία- ξωτικό του δάσους κι ένα σωρό παράλυτα.
Ούτε που να μου το δούνε όλοι αυτοί. Τους κόβω στα σήματα.

Νομίζω ότι αν μου πει κάποιος «πώς είσαι έτσι μωρή;» θα τον ερωτευτώ αμέσως.

Υπάρχουν κι εκείνοι που μιλούν πρόστυχα.
Θυμάμαι ένα βράδυ που φορούσα κάτι μεγάλους κρίκους στα αυτιά, έρχεται ένας και μου λέει:
«Χωράει το πουλί μου στο σκουλαρίκι σου;».
«Όχι, αλλά το κεφάλι σου χωράει άνετα στη χέστρα μαλάκα!» του είπα με χάρη.
Δεν του άρεσε η απάντηση μου.
Με κοίταξε λοξά, μάλλον δυσαρεστημένος που δεν είχαμε χημεία κι έφυγε.
Δηλαδή τι περίμενε να του πω;
«Γαμώ τα styling μεγάλε;».
Μια φορά ένας πασίγνωστος ηθοποιός, τίγκα στην κόκα και στο αλκοόλ -γεμίζουν τη μπανιέρα και μπαίνουν μέσα ρε παιδί μου;- εκεί που καθόμουν με τις κολλητές, έρχεται δίπλα και μου σφυρίζει:
«Μου κάνεις μια πίπα για 100 Ευρώ;».
Προσπαθώντας να καταλάβω αν εκείνο το βράδυ παραείχα ντυθεί σαν πουτάνα ή ήταν απλώς η ιδέα του, δεν πρόλαβα να απαντήσω.
Ανέλαβε η Τάνια που τον είχε ακούσει.
Αν πω τι ξεστόμισε η βρομόστομη, θα σηκωθούν τα γράμματα να φύγουν απ’ τις λέξεις.
Τη ζήλεψα πάντως.
Τέτοια πληρότητα σκέψης, τέτοια εκφορά λόγου;
Η Τάνια έκανε πολλά στους άντρες που την πέφτανε σε ό,τι έχει βυζά.
Ήταν ένα θέμα που μας απασχολούσε συχνά.
Βγαίνεις έξω να πιεις ένα ποτό με τις φίλες σου και νομίζει ο κάθε μπανιαρισμένος, ότι είσαι έτοιμη να κάνεις το πράμα σου φωλίτσα για το πουλάκι του.
Η φωλιά του λούτσου.

Και όχι μόνο στα μπαρ. Παντού γίνεται αυτό.

Κάποτε η Τάνια είχε πάει να κλείσει δουλειά για καλοκαίρι και βρέθηκε στο γραφείο σεσημασμένου θεατρικού παραγωγού.
Το χούφταλο με το φουλάρι και τα πατομπούκαλα στα μάτια, καθόταν στο γραφείο καπνίζοντας ένα πούρο σαν τραμ.
Αφού κλείσανε τα λεφτά, έβγαλε το χρυσό στυλό του και της έκανε νόημα να πλησιάσει να υπογράψει.
Κρατούσε δε έτσι το στυλό, που εκείνη έπρεπε να πάει δίπλα του.
Η Τάνια που φορούσε μια κοντή φουστίτσα, σηκώθηκε, τον πλησίασε, πήρε το στυλό και έσκυψε να βάλει τζίφρα.
Τότε ο πουρές απλώνει το χέρι μέσα στα μπούτια της και αρχίζει να χουφτώνει.
Εκείνη ήρεμη, παίρνει μια ανάσα, τον κοιτάζει στα μάτια και σφίγγει με δύναμη τα πόδια της.
Τόσα χρόνια χορό, οι μυς της ήταν μπετό να φτιάξεις τριώροφο.
Ο θεατράνθρωπος άρχισε να βογκάει απ΄ τον πόνο.
Κάνει να τραβήξει το χέρι του, αλλά τα μπούτια της Τάνιας έσφιγγαν όλο και περισσότερο.

Τα είδε όλα ο πολιτιστικός παράγοντας. Ίδρωσε, πέθανε.
Και δώς ‘του αυτή να σφίγγει.
Και δώς ‘του να τραβάει ο φιδές, κρατώντας ακόμα στο άλλο χέρι το πούρο και φωνάζοντας τσιριχτά μην τον ακούσουν απ΄ έξω:
«Αχ! Άσε με! Άσε με μωρή πουτάνα!».
Το πουτάνα με το Τάνια δεν κάνει ωραία ρίμα και η φιλενάδα μου τα πήρε στο κρανίο πιο πολύ.
Οπότε του ρίχνει τη χαριστική βολή, σταυρώνοντας ακόμη πιο δυνατά τα μπούτια της.
Αυτό που ακούστηκε από το στόμα του δεν ήταν ουρλιαχτό, φρενάρισμα νταλίκας Ιούλη μήνα στην άσφαλτο, ήτανε.
Να σου σηκώνεται η τρίχα και να λες «Θεέ μου, αν υπάρχεις λυπήσου τον».

Αλλά ο Θεός εκείνη την ημέρα είχε ξαπλώσει νωρίς.

Η Τάνια που τον λυπήθηκε μετά από κάνα λεπτό, χαλαρώνει τα πόδια και υπογράφει χαμογελαστή πετώντας την ατάκα που έμεινε κλασική:

«Τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες…».
Ο πουρόπουρος δεν το άκουσε όμως, γιατί έκανε αναπνοές ανώδυνου τοκετού με το χέρι που έτρεμε απ΄ τον πόνο, σαν να χτύπαγε φραπέ.
Η κολλητή πήρε τα μπουτάκια της κι έφυγε, ενώ εκείνο το καλοκαίρι πέρασε ζάχαρη στο θέατρο, γιατί τις μέρες που η παράσταση δεν είχε κόσμο κανείς δεν πληρωνόταν, εκτός από την Τάνια.
Κάπως έτσι έκλεινε και η Μελίνα τις σεζόν της.
Περνούσε την οντισιόν στο μπουζουξίδικο, τής την έπεφτε ο μαέστρος, τον άφηνε να νομίζει ότι θα τον κεράσει τούρτα και μόλις έπαιρνε τη δουλειά, ούτε σουσάμι από παστέλι ο μαλάκας.
Πας ρε παιδί μου να δουλέψεις και οι άντρες νομίζουν ότι πας να τους το δώσεις στο πιάτο.
Άμα μετράς σαν γκόμενα, την έχεις βαμμένη.

Και καλά να στην πέφτουν οι από κάτω, άμα στην πέσει το αφεντικό και φάει πόρτα μαζί με το κουδούνι, τι γίνεται;
Τι κόλλημα οι άντρες με το πήδημα;
Όλο αυτό έχουν στο μυαλό τους.
Αν οι γυναίκες τους μοιάζαμε, θα πηδιόμασταν μέρα-νύχτα και δεν θα είχαμε ανακαλύψει ακόμη ούτε τον τροχό.

Η μαλακία είναι πως τώρα που τα ανακαλύψαμε όλα, και να τους κάτσεις, δεν τους σηκώνεται.

Γι αυτό είμαστε τίγκα στις νευρώσεις και ερωτευόμαστε τους άχρηστους.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

add a comment

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
 

Sample text

Alexa

Sample Text

Τις καταγγελίες, τα παράπονα και τις απόψεις σας στείλτε τα στο: koroniotiskostas@gmail.com