Οι ασκητές απαρνιούνται βασικές ανάγκες της ανθρώπινης φύσης: ζουν με το τίποτα! Όμως τι επιτυγχάνουν εγκαταλείποντας τις υλικές χαρές της ζωής και ιδιαίτερα το σεξ;
Δύο μοναχοί περπατούσαν σε ένα μονοπάτι μέχρι που έφτασαν μπροστά σε ένα ποτάμι. Τα νερά ήταν ορμητικά, όχι όμως τόσο ώστε να τους αποτρέψουν από την προσπάθεια να περάσουν απέναντι. Καθώς ετοιμάζονταν να μπουν στο νερό, άκουσαν έκπληκτοι τη φωνή μας νεαρής κοπέλας να ζητά βοήθεια.
Φοβισμένο, το κορίτσι τους είπε πως δεν τολμούσε να τα βάλει με το χείμαρρο και τους παρακάλεσε δειλά να τη βοηθήσουν. Πράγματι, ο ένας απ’ τους δυο τη σήκωσε στα χέρια και την κουβάλησε ως την απέναντι όχθη. Όταν την άφησε στη γη, η κοπέλα τον ευχαρίστησε και τους αποχαιρέτησε.
Οι οδοιπόροι συνέχισαν το δρόμο τους χωρίς να ανταλλάξουν λέξη ώσπου, δυο ημέρες αργότερα, ο ένας έσπασε τη σιωπή και απευθύνθηκε με αγανάκτηση στο σύντροφό του: «Είσαι ασκητής, έδωσες όρκο αγνότητας, μα τόλμησες να πάρεις στην αγκαλιά σου μια γυναίκα!». «Έχεις δίκιο», απάντησε ο άλλος. «Μια νεαρή κοπέλα ζήτησε να τη βοηθήσω, και έτσι έκανα: πέρασα το ποτάμι μαζί της και, όταν φτάσαμε απέναντι, την άφησα. Δυο μέρες τώρα, όμως, εσύ την κουβαλάς ακόμα...».
Αντίο, κόσμε. Αυτή η μικρή ιστορία δείχνει πόσο βαθιά μπορεί να είναι η αίσθηση της ενοχής, αλλά και πόσο αυστηροί, δογματικοί και άκαμπτοι είναι οι κανόνες που πρέπει να απαρνηθεί κανείς με τη θέλησή του. Για όποιον τους ακολουθεί, η ζωή και ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις είναι ένα αναγκαίο κακό, μια τιμωρία που πρέπει να υπομείνουμε, για χάρη ενός μελλοντικού ύψιστου αγαθού.
Οι απαρχές του ασκητισμού χάνονται στο χρόνο. Υπήρχε στην Ινδία, όπου οι ασκητές, τους οποίους οι Έλληνες ονόμασαν «γυμνοσοφιστές», θεωρούσαν τα ρούχα αλλά και το φαγητό φθορά στην αγνότητα της σκέψης. Ο Πλούταρχος, τον 1ο αιώνα μ.Χ., περιγράφει μια συνάντηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου με αυτούς τους ασκητές. Οι πρώτοι χριστιανοί ασκητές εμφανίστηκαν τον 3ο αι. στην Αίγυπτο με πρώτο το Μ. Αντώνιο (251 μ.Χ.).
Οι ετυμολογικές ρίζες του ασκητισμού είναι σαφείς: προέρχεται από την λέξη άσκηση. Κατά αυτή την έννοια, ένας αθλητής, ένας τσαγκάρης ή ένας κυνικός φιλόσοφος –που έκανε κανόνα της ζωής του την άσκηση της φιλοσοφίας του– θα μπορούσαν να θεωρηθούν ασκητές!
Ο θρησκευτικός χαρακτήρας μιας ζωής εγκράτειας και άρνησης των εγκόσμιων, είναι φανερός και σε άλλους όρους που περιγράφουν παρόμοιες στάσεις ζωής. Ο ερημίτης, από τη λέξη έρημος, περιγράφει εκείνους που ζουν απομονωμένοι από άλλους ανθρώπους και ερεθίσματα. Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο από την έρημο, για να αρχίσει κανείς να βλέπει αυτό που δεν υπάρχει στο χώρο των κοινών αισθήσεων. Δεν είναι τυχαίο που οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες (χριστιανισμός, Ισλάμ και ιουδαϊσμός) είναι θρησκείες της ερήμου, όπου η φιγούρα του ερημίτη είναι σημαντική.
Ο όρος κοινοβίτης, χωρίς να είναι ταυτόσημος, είναι επίσης σχετικός με αυτόν του ασκητή, και εκφράζει την απάρνηση της ιδιοκτησίας των επίγειων αγαθών που κυριαρχεί στην κοινοβιακή ζωή. Τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική Εκκλησία, συναντάμε μια τεράστια παράδοση μοναχισμού. Για την Ευρώπη του Μεσαίωνα, η λέξη «cenobium» περιγράφει ένα μοναστήρι, ενώ οι κοινοβίτες είναι οι μοναχοί που κατοικούν εκεί.
Η τιμωρία γίνεται μετάνοια. Από την πλευρά του, ο αναχωρητής (από το ρήμα αναχωρώ) ζει απομονωμένος από τον κόσμο. Αυτό που για τους αρχαίους Έλληνες ήταν μια τιμωρία (ο εξόριστος καταδικαζόταν σε μια ζωή χωρίς τους δικούς του και τις πολιτιστικές συνήθειές του), για τους χριστιανούς γίνεται αρετή, γόνιμο έδαφος για μετάνοια, απομόνωση και ταπείνωση.
Ο ασκητισμός στηρίζεται στην αποδοχή της αντίληψης ότι υπάρχει ένας ιδανικός κόσμος του πνεύματος, ότι τα υλικά πράγματα είναι διεφθαρμένα από τη φύση τους κι ότι η υπερβατική αλήθεια δεν μπορεί να κατακτηθεί μέσα από το «δώρο» ή την «ποινή» που είναι η ζωή μας, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν μπορούμε να σηκωθούμε από το έδαφος τραβώντας τα κορδόνια των παπουτσιών μας. Σε αυτό δεν εξυπηρετούν οι γνωστικές οδοί, όπως η λογική και η κριτική σκέψη, αλλά μόνο η πίστη.
Παρόμοιες ιδέες ισχύουν όμως και στο μη θρησκευτικό χώρο, όταν υπάρχει ένα ιδανικό και πίστη. Η εξίσωση είναι απλή: όσο πιο υψηλό είναι αυτό το ιδανικό και όσο μεγαλύτερη η άρνηση που θα μας επιτρέψει να το κατακτήσουμε, τόσο περισσότερο μπορούμε να κάνουμε λόγο για ασκητισμό.
Η ασκητική στάση δεν έγκειται στο να θελήσει κανείς π.χ. να καλυτερεύσει τη ζωή του αλλάζοντας το τσιγάρο και τα ποτά με γυμναστική και χυμούς φρούτων. Αντίθετα, είναι τάση προς ασκητισμό η αποχή από τις σεξουαλικές σχέσεις περιμένοντας να βρει τον μοναδικό αληθινό έρωτα.
Γνωρίζουμε ότι οι πλατωνικοί, οι αριστοτελικοί, οι στωικοί κι ακόμα και ο ίδιος ο Επίκουρος επέβαλλαν στις σχολές τους μια σειρά από πρακτικές που είχαν στόχο να μην παρασύρεται κανείς από τις επιθυμίες ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση στη γνώση και στην αρετή. Ανάμεσα σε αυτές τις τεχνικές ήταν ο έλεγχος της αναπνοής, η απομόνωση για διαλογισμό, κάποια είδη δίαιτας, η έκθεση του σώματος σε κακουχίες και μια συγκράτηση των ενστίκτων και των ορέξεων του σώματος που είχαν στόχο όχι να εξοστρακίσουν τη ζωή αλλά να την κάνουν ευκολότερα υποφερτή. Ακόμα και πιο επιθυμητή.
Σε αυτή την κατεύθυνση συναντάμε και αυτό που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσουμε κοινωνικό ή στρατευμένο ασκητισμό. Ανάμεσα σε αυτούς που τον ακολουθούν, είναι εκείνοι που αρνιούνται με τη θέλησή τους κάποια πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να έχουν, για να αφοσιωθούν στην υπηρεσία του πλησίον. Φυσικά, ο αυθεντικός ασκητής δεν έχει άμεση αλληλεπίδραση με την κοινωνία, εκτός και αν μετατραπεί σε έναν ιδεολογικό αρχηγό που θέλει να προσηλυτίσει στο όραμά του.
Το τρίπτυχο της δίψας. Όμως η επιθυμία δεν επικεντρώνεται μόνο στη σεξουαλική πλευρά της ζωής. Ο άγιος Αυγουστίνος των καθολικών (354-430), για τον οποίο έχει ειπωθεί ότι έφερε τη φιλοσοφία του Πλάτωνα στη Δυτική Εκκλησία, εκφράζει μια τριπλή δίψα του ανθρώπου: libido sciendi, libido dominandi και libido sentiendi, δηλαδή επιθυμία για γνώση, για ισχύ και για τις απολαύσεις των αισθήσεων. Γιατί όμως αυτό που θεωρείται καλό για την απόκτηση της γνώσης παύει να είναι καλό ως σαρκική απόλαυση;
«Υπάρχουν μάλλον δύο απαντήσεις στο ερώτημα αυτό», λέει η Γαλλίδα συγγραφέας Βαλερί Τάσο, η οποία το 1999 αποφάσισε να ζήσει για ένα διάστημα σαν πόρνη, για να καταγράψει τις εμπειρίες της. «Από τη μια πλευρά, οι ασκητές αποφεύγουν ό,τι τους κάνει πιο ανθρώπινους, άρα τους αφαιρεί σε ιδεαλισμό, πνευματικότητα ή φαντασία. Από την άλλη, όμως, εάν υπάρχει μια δραστηριότητα που τείνει να μας συνεπάρει και να μας φωτίσει χωρίς την ανάγκη της αυτομαστίγωσης ή της άρνησης, αυτή είναι ακριβώς το σεξ, και η ικανότητά του να μας φέρνει σε έκσταση».
Σύμφωνα με τη Γαλλίδα συγγραφέα, είναι παράξενο να συνειδητοποιεί κανείς ότι η ίδια κοινωνία, η οποία μας έχει κάνει παθολογικά αχόρταγους για καταναλωτικά αγαθά, προβάλλει τόσους περιορισμούς σε θέματα σεξουαλικότητας.
«Επί προεδρίας Μπους» λέει η Τάσο, «η αμερικανική κυβέρνηση έθεσε σε ισχύ προγράμματα του τύπου “abstinence only” (“μόνο εγκράτεια”), που καταργήθηκαν αργότερα από τον πρόεδρο Ομπάμα. Με χρηματοδότηση από τον αποκαλούμενο “Νόμο της Αγνότητας”, που είχε ψηφιστεί από το αμερικανικό Κογκρέσο το 1981, προέβλεπαν βοήθεια πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, εντός και εκτός Ηνωμένων Πολιτειών, στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα ως μέρος προγραμμάτων βοήθειας προς υπανάπτυκτες χώρες. Επιδοτούνταν εκείνοι οι φορείς που πρέσβευαν την εγκράτεια ως μοναδικό τρόπο προσέγγισης της σεξουαλικότητας και τη σιωπή ως μοναδική σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Γιατί να ξέρουμε πώς χρησιμοποιείται ένα προφυλακτικό, όταν κύριος στόχος μας είναι να μην το χρησιμοποιήσουμε ποτέ;», καταλήγει ειρωνικά η Τάσο. «Η πολιτεία εδώ επιδιώκει την αγνότητα, όπως και ο καταναλωτισμός... Για να κάνει κανείς σκλάβο έναν άνθρωπο, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από τον έλεγχο των επιθυμιών του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου