- Ερυθρά
- Παρωτίτιδα
- Ηπατίτιδες στα παιδιά
- Ανεμοβλογιά
- Λήψη μέτρων προφύλαξης στο άμεσο σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον
- Λοιμώξεις από αιμόφιλο της γρίππης (τύπου b)
- Μηνιγγιτιδόκοκκος
- Κοκκύτης
Ο κοκκύτης, ιδιαιτέρως κατά το καταρροϊκό στάδιο, είναι πολύ μολυσματική νόσος, με δείκτη δευτερογεvούς προσβολής 100% μεταξύ των επιδεκτικών ατόμων. Η μετάδοση της νήσου γίνεται με τα σταγοvίδια των εκκρίσεων του αναπνευστικού, που εκτοξεύονται από τον πάσχοντα.
- Ιλαρά
Μεταδίδεται με τα σταγονίδια και προκαλεί επιδημίες, συνήθως σε παιδιά ηλικίας 1-6 ετών.
- Στρεοπτοκοκκική Φαρυγγοαμυγδαλίτιδα
Ερυθρά
Αιτία:Ιός της ερυθράς. Μεταδίδεται με τα σταγονίδια και προκαλεί επιδημίες, συνήθως την άνοιξη. Περνά τον πλακούντα (σύνδρομο ερυθράς του εμβρύου).
Μετάδοση μια μέρα πριν μέχρι 6 μέρες μετά το εξάνθημα
Χρόνος επώασης: 14-21 μέρες
Κλινική εικόνα: Εκδηλώνεται με
- Λεμφαδενίτιδα (οπισθοωτιαία-ινιακή-αυχενική)
- Χαμηλό πυρετό
- Εξάνθημα (ήπιο, κηλιδώδες ή κηλιδοβλατιδώδες, δεν συρρέει, εκτείνεται από το πρόσωπο προς το κορμί, διαρκεί 2-3 μέρες)
- Εγκεφαλίτιδα
- Θρομβοπενική πορφύρα
- Αρθρίτιδα (διαρκεί 1-2 εβδομάδες, σπάνια για μήνες)
- Θρομβοπενική πορφύρα
- Καταρράκτης, γλαύκωμα, αμφιβληστροειδοπάθεια
- Συγγενείς καρδιοπάθειες (στένωση πνευμονικής αρτηρίας και άλλες)
- Σωματική και ψυχοκινητική καθυστέρηση
Διάφορα (παγκρεατίτιδα, ηπατίτιδα, οστεομυελίτιδα κλπ)
Παρωτίτιδα
Οφείλεται στον ιό Myxovirus parotitidis, που μεταδίδεται με την επαφή, τα σταγονίδια και αντικείμενα μολυσμένα με σάλια. Προσβάλει συνήθως παιδιά ηλικίας >5 ετών. Η μετάδοση γίνεται 2 μέρες πριν από τη διόγκωση του αδένα μέχρι την εξαφάνισή της.Χρόνος επώασης: 14-21 μέρες
Κλινική εικόνα:
Μόνον το 60-70% των περιπτώσεων εκδηλώνουν συμπτώματα.
Αμφιτερόπλευρη ή ετερόπλευρη επώδυνη διόγκωση του αδένα (στην γωνία του γνάθου).
Πυρετός
Κεφαλαλγία
Πόνος κατά τη κατάποση
Επιπλοκές:
Μηνιγγοεγκεφαλίτιδα
Παγκρεατίτιδα
Ορχίτιδα (1:4 στους εφήβους ή ενήλικες)
Ωοθηκίτιδα
Αντιμετώπιση:
Ανάπαυση
Αναλγητικά φάρμακα
Ηπατίτιδες στα παιδιά
Ηπατίτιδα Α
Αιτία: ο ιός της ηπατίτιδας ΑΧρόνος επώασης: 14-50 μέρες
Πώς μεταδίδεται; Σχεδόν αποκλειστικά, από τη στοματοπεπτική οδό. Το άτομο μολύνεται από την οδό κόπρανα-στόμα είτε με άμεση επάφη με άλλα μολυσμένα άτομα είτε καταναλώνοντας μολυσμένα από τον ιό τρόφιμα ή νερό. Μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος από μη καλά πλυμένες τροφές που καταναλώνονται νωπές ,όπως λαχανικά , φρούτα ή θαλασσινά (μύδια, οστρακοειδή ). Κινδύνους ,επίσης ,εγκυμονεί η μόλυνση του πόσιμου νερού και γενικά οι χαμηλού βαθμού συνθήκες υγιεινής. Ο ιός είναι αρκετά ανθεκτικός στο περιβάλλον και επιζεί για πολλούς μήνες.
Πότε μεταδίδεται;
Ο ιός αποβάλλεται στα κόπρανα τις τελευταίες 1-2 εβδομάδες του χρόνου επώασης (τότε παρατηρήται και η μεγαλύτερη μολυσματικοτητα του ατόμου που έχει προσβληθεί) και περίπου μια εβδομάδα μετά τη νόσηση.
Κλινική εικόνα
- Γαστρεντεερικές διαταραχές (ανορεξία, εμετός, διάρροια)
- Ίκτερος
- Κοιλιακά άλγη (ευαισθησία)
- Πυρετός
- Σκούρα ούρα για 1-2 εβδομάδες
- Υπορωματισμένα κόπρανα
Διάγνωση
Anti-HAV IgM
Προφύλαξη
Σχετιική απομόνωση, και προσοχή στη χρήση των αντικοιμένων του ασθενή για ένα μήνα μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Χορήση γ-σφαιρίνης (0.02-0.04 ml/kg ΙΜ) μετά από τη έκθεση.
Διατίθεται εμβόλιο για τις ομάδες υψηλού κινδύνου (επιδημίες, ταξίδι σε ενδημικές περιοχές).
Θεραπεία
Δεν υπάρχουν ειδικά μέτρα.
Να αποφεύγονται τα ηρεμιστικά φάρμακα και η κορτιζόλη.
Ελαφρά δίαιτα (χαμηλή σε λίπος).
Πρόγνωση
Πλήρη ίαση σε 95% των περιπτώσεων.
Σπάνια, μετά από σοβαρές περιπτώσεις,, κεραυνοβόλος ηπατίτιδα (ηπατικό κώμα), απλαστική αναιμία.
Θνησιμότητα 0.1-0.2%
Ηπατίτιδα Β
Αιτία: ο ιός της ηπατίτιδας Β
Χρόνος επώασης: 21 - 135 μέρες
Πώς και πότε μεταδίδεται;
Παρεντερικώς
Σεξουαλική επεφή
Κάθετη μετάδοση (από την μητέρα στο παιδί κατά τη διάρκεια του τοκετού)
Κλινική εικόνα
Ίκτερος
Γαστρεντερικές διαταραχές (ήπια συμπτώματα)
Πυρετός (χαμηλός ή λείπει).
Διάγνωση
HbsAg, Anti-HBc IgM
Προφύλαξη
Έλεγχος ειδικώ ομάδων του πληθυσμού (αιμοδότηες, έγκυες γυναίκες).
Χορήση ειδική γ-σφαιρίνης (0.06 ml/kg ΙΜ) αμέσως μετά από τη έκθεση (μέχρι 7 μέρες).
Εθνικό πρόγρραμμα εμβολιασμού (π.χ. νεογνά, έφηβοι).
Θεραπεία
Υποστηρικτικά μέτρα (ανάπαυση, κατάλληλη δίαιτα ..κλπ).
ιντερφερόνη-α στη χρόνια ενεργός ηπατίτιδα.
Μεταμόσχευση ήπατος στη κεραυνοβόλος μορφή.
Πρόγνωση
Γενικώς καλή, HbsAg αρνητικοποιείται σε 95% των περιπτώσεων με την υποχώρηση των συμπτωμάτων.
10% καταλήγει σε χρόνια μορφή και κήρρωση ήπατος.
Η χρόνια ηπατίτιδα Β προδιαθέτει για ηπαατοκυτταρικό καρκίνωμα (7-10 χρόνια) μετά τη λοίμωξη. Γι' αυτό, συνιστάται η παραακολούθηση με υπερηχγράφημα ήπατος και α-fetoprotein κάθε χρόνο.
Θνησιμότητα 1-2%.
Ηπατίτιδα C
Αιτία: ο ιός της ηπατίτιδας C
Χρόνος επώασης: 1-5 μήνες
Πώς και πότε μεταδίδεται;
Παρεντερικώς
Σεξουαλική επεφή
Κλινική εικόνα
Ασυμπτωματική στη πλειοψηφία των παιδιών, αν και έχουν χρόνια ηπατίδα.
Ίκτερος και συμπτώματα όπως από κρυολόγημα σε <25% των εριπτώσεων. §
Ηπατοσπληνομεγαλία και ασκήτης στη χρόνια ηπατίτιδα.
Διάγνωση
HbsAg, Anti-HCV
Προφύλαξη
Έλεγχος ειδικώ ομάδων του πληθυσμού (αιμοδότηες, έγκυες γυναίκες).
Χορήση ειδική γ-σφαιρίνης (0.06 ml/kg ΙΜ) αμέσως μετά από τη έκθεση (μέχρι 7 μέρες).
Εθνικό πρόγρραμμα εμβολιασμού (π.χ. νεογνά, έφηβοι).
Θεραπεία
Υποστηρικτικά μέτρα (ανάπαυση, κατάλληλη δίαιτα ..κλπ)
ιντερφερόνη-α
Μεταμόσχευση ήπατος
Πρόγνωση
80% των ενηλίκων θα παρουσιασουν χρόνια μορφή.
20% των περιπτώσεων με χρόνια μορφή καταλήγει σε κήρρωση ήπατος σε 10-30 χρόνια.
Σχετίζεται με την ανάπτυξη ηπαατοκυτταρικού καρκινώματος. Γι' αυτό, συνιστάται η παραακολούθηση με υπερηχγράφημα ήπατος και α-fetoprotein κάθε χρόνο.
Σχετίζεται με πολυαρθρίτιδα, σπειραματονεφρίτιδα, κρυοσφαιριναιμία και άλλες παθήσεις.
Για περισσότερες πληροφορίες:
http://www.CDC.hepatitis
Ανεμοβλογιά
Αιτία:Ιός "Herpesvirus varicella". Μεταδίδεται εύκολα, μία μέρα πριν και 7 μέρες μετά την εμφάνιση του εξανθήματος με επαφή ή με σταγονίδια. Προσβάλει συνήθως παιδιά της σχολικής ηλικίας.
Χρόνος επώασης: 10-21 μέρες.
Κλινική εικόνα: Εξάνθημα, αρχίζει από το κεφάλι και τη πλάτη, επεκτείνεται σε όλο το σώμα. Εξελίσσεται σταδιακά μέσα σε 7-10 μέρες ως εξής: (κηλίδα - βλατίδα - φυσαλίδα - εφελκίδα). Είναι πολύμορφο (βλάβες από όλα τα στάδια).
Αδιαθεσία ή ανησυχία λόγω κνησμού.
Ήπιος πυρετός.
Επιπλοκές: είναι σπάνιες
Δευτεροπαθείς μικροβιακές λοιμώξεις (αποστήματα, οστεομυελίτιδα, λεμφαγγειίτιδα .. κλπ).
Εγκεφαλίτιδα
Σε άτομα που παίρνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα μπορεί να προκληθεί σοβαρή (θανατηφόρος) λοίμωξη.
Αντιμετώπιση:
Μέτρα για το κνησμό όπως: συχνά μπάνια, φάρμακα (Lotion με καταπραϋντική δράση).
Κόβουμε τα νύχια για να αποφύγουμε τη μόλυνση των βλαβών.
Αντιπυρετικά ΟΧΙ Aspirin.
Λήψη μέτρων προφύλαξης στο άμεσο σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον
Παρά τις προόδους της προληπτικής και θεραπευτικής ιατρικής στον τομέα των λοιμωδών νοσημάτων και την αναμφισβήτητη μείωση της νοσηρότητας και θνησιμότητας απ' αυτές στις αναπτυγμένες χώρες, η παιδική ηλικία εξακολουθεί να αποτελεί μια περίοδο της ζωής που μοιάζει σαν μια ατελείωτη σειρά από λοιμώξεις, για πολλές από τις οποίες δεν υπάρχει προς το παρόν αποτελεσματικό εμβόλιο.Οι παιδίατροι είναι οι πρώτοι, στους οποίους απευθύνονται οι γονείς, οι δάσκαλοι αλλά και άλλοι επαγγελματίες υγείας για να ζητήσουν συμβουλές ή οδηγίες, όταν βρεθούν αντιμέτωποι με τηv περίπτωση ενός παιδιού με λοιμώδες νόσημα, που κατά την γνώμη τους, μπορεί να αποτελεί πηγή μόλυνσης για άλλα άτομα, ανήλικα ή ενήλικα, μέσα στην οικογένεια ή στο σχολείο.
Οι οδηγίες που θα δοθούν πρέπει να είναι επαρκείς, ακριβείς και έγκυρες, έτσι που να επιτρέψουν στους γονείς να πάρουν τις αποφάσεις τους για το παιδί τους χωρίς άσκοπους φόβους ή πανικό. Η εγκυρότητα των οδηγιώv αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία στο σχολικό περιβάλλον, όπου αφ' ενός μεν πρέπει να προφυλαχθούν οι μαθητές από την έκθεση σε σοβαρή λοίμωξη, αφ' ετέρου δε να "προστατευτεί" το παιδί που θεωρείται πηγή μόλυνσης, όταν μάλιστα ο κίνδυνος για τους συμμαθητές του είναι ελάχιστος ή μηδαμινός. Η λήψη σωστών αποφάσεων απαιτεί γνώση όχι μόνοv της κλινικής ικόνας, αλλά και των ιδιαιτέρων επιδημιολογικών χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης νόσου, καθώς επίσης και κατανόηση ορισμένων γενικών στοιχείων που αφορούν την επιδημιολογία των λοιμωδών νοσημάτων.
Επιδημιολογικά χαρακτηριστικά των λοιμογόνων παραγόντων Οι παράγοντες που απαιτούvται για vα εμφανιστεί και να διατηρηθεί μια επιδημική έκρηξη (outbreak) ενός λοιμώδους νοσήματος είναι:
Παράγοντες απαραίτητοι για την ανάπτυξη μιας επιδημίας
- Η ύπαρξη ενός παθογόνου μικροοργανισμού σε πυκνότητα ικανή να προσβάλλει πολλά άτομα.
- Ένας κατάλληλος τρόπος μετάδοσης του μικροοργανισμού στα επιδεκτικά άτομα (susceptible).
- Έvας ικανοποιητικός αριθμός επιδεκτικών ατόμων, που είναι εκτεθειμένος στον παθογόνο μικροοργανισμό.
Συγκεκριμένα, οι παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να ανακόψουν την εξάπλωση ενός λοιμώδους vοσήματος είναι:
- Απομάκρυνση ή εξάλειψη της πηγής του παθογόνου μικροοργανισμού.
- Διακοπή ή περιορισμός της διαδικασίας της μετάδοσης.
- Άρση της κατάστασης "επιδεκτικότητας" ή με άλλα λόγια ενίσχυση της συλλογικής ανοσίας του πληθυσμού (με παθητική ή ενεργητική ανοσοποίηση).
- Δεξαμενή ή "υποδόχο" (reservoir) ενός λοιμογόνου παράγοvτα μπορεί να είναι ο άvθρωπος, άλλα σπονδυλωτά, αρθρόποδα (ιδίως έντομα), φυτά ή στοιχεία του άψυχου περιβάλλοντος (π.χ. νερό, έδαφος), στα οποία οι λοιμογόνοι παράγοvτες ζουν και δυνητικά πολλαπλασιάζονται με τρόπο, που να επιτρέπει την επιβίωσή τους και την παραπέρα μετάδοσή τους.
Όταν τα "υποδόχα" ανήκουν στο ζωικά βασίλειο (άνθρωποι, ζώα) ονομάζονται και ξενιστές. Ορισμένοι λοιμογόνοι παράγοντες έχουν δύο ή περισσότερους ξενιστές, αλλά για πολλούς απ' αυτούς, που μας ενδιαφέρουν και θα μας απασχολήσουν στην παρούσα εισήγηση, ο άνθρωπος αποτελεί απαραίτητο και μοναδικό ξενιστή στη φύση. Τα υποδόχα θεωρούνται "πηγές μόλυνσης", όταν ευθύνονται για την άμεση μετάδοση τωv λοιμογόνωv παραγόvτων στα επιδεκτικά άτομα.
Μερικά από τα χαρακτηριστικά των λοιμογόνων παραγόντων, που επηρεάζουν την επιδημιολογία των αντίστοιχων νοσημάτων και συνεπώς μας εvδιαφέρουν για να αποφασίσουμε τον τρόπο παρέμβασης σε μια συγκεκριμένη περίπτωση εvός λοιμώδους vοσήματος στο σχολικό ή οικογενειακό περιβάλλον είναι:
- Μολυσματικότητα (infectivity) Βασικό μέτρο της μολυσματικότητας αποτελεί η "ελάχιστη μολυσματική δόση" που απαιτείται για τη δημιουργία της αντίστοιχης μόλυνσης. Πρακτικά η μολυσματικότητα εκτιμάται με έμμεσο τρόπο και συγκεκριμένα με τον "δείκτη δευτερογενούς προσβολής" (secondary attack rate), που εκφράζει την ικανότητα διασποράς ενός λοιμογόνου παράγοντα σε κλειστούς και κατά τεκμήριο ελεγχόμενους πληθυσμούς.
Λοιμώδη vοσήματα με υψηλή μολυσματικότητα είναι η ιλαρά, η ανεμοβλογιά και η πολιομυελίτιδα, αντιθέτως η φυματίωση χαρακτηρίζεται από χαμηλή μολυσματικότητα (Πίνακας 1). - Παθογονικότητα (pathogenicity) Η παθογονικότητα εκφράζει την ικανότητα ενός λοιμογόvου παράγοντα να προκαλεί έκδηλη νόσο (λοίμωξη) και εκτιμάται αριθμητικά με το πηλίκο των έκδηλων νοσήσεων προς το σύνολο των μολύνσεων.
Νοσήματα με χαμηλή παθογονικότητα (όπως ΤΒC, ηπατίτιδα Α, πολιομυελίτιδα) εμφανίζονται πολύ συχνά σαν υποκλινικές νοσήσεις, ενώ αντιθέτως vοσήματα με υψηλή παθογονικότητα (όπως ιλαρά, ανεμοβλογιά, κοινό κρυολόγημα) πάντοτε παίρνουν τη μορφή έκδηλης νόσου, δηλαδή δεν υπάρχουν υποκλινικές μορφές (Πίνακας 1). - Λοιμοτοξικότητα (virulence) Αυτή αφορά τη σοβαρότητα μιας έκδηλης λοιμώδους vόσου και μπορεί να εκτιμηθεί με βάση το δείκτη θνησιμότητας ή άλλο δείκτη που εκφράζει τη συχνότητα μιας βαρειάς επιπλοκής(Πίνακας 1).
- Οι χρονικές φάσεις της λοίμωξης Μετά την ενεργό έκθεση στο λοιμογόνο παράγοντα ακολουθεί η λανθάνουσα περίοδος (Iatent period), κατά τη διάρκεια της οποίας ο μικροοργανισμός δεν αποβάλλεται στο περιβάλλον, επομένως δεν μολύνονται άλλα άτομα. Η λανθάνουσα περίοδος, κατά κανόνα, είναι μικρότερη από την περίοδο επώασης, που ορίζεται ως το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην έκθεση στο λοιμογόνο παράγοντα και στην εμφάνιση των πρώτων κλινικών συμπτωμάτων ή σημείων. Όσο μικρότερη είναι η λανθάνουσα περίοδος, τόσο ταχύτερη είναι η διασπορά ενός μολυσματικού λοιμώδους νοσήματος.
Η περίοδος μεταδοτικότητας ορίζεται ως το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου αποβάλλεται ο λοιμογόνος παράγοντας στο περιβάλλον (σε δόση επαρκή για την μετάδοσή του). Στα περισσότερα λοιμώδη νοσήματα η περίοδος μεταδοτικότητας αρχίζει στο τέλος της περιόδου επώασης δηλ. πριν από την εμφάνιση των κλινικών εκδηλώσεων, γεγονός που εξηγεί γιατί η απομόνωση των ασθενών δεν επαρκεί πάντοτε για τον περιορισμό ενός λοιμώδους νοσήματος.
Όπως φαίνεται στο Σχήμα 2, η αποβολή του λοιμογόνου παράγοντα στο περιβάλλον σταματά συνήθως πριν από την ολοκλήρωση της κλινικής εικόνας. Όμως σε ορισμένα λοιμώδη, όπως ηπατίτιδα B, ΤΒC, σαλμονελλώσεις, η περίοδος μεταδοτικότητας μπορεί να διαρκεί, συνεχώς ή με διακοπές, επί μακρό χροvικό διάστημα, γιατί επίμονες ανατομικές ή λειτουργικές βλάβες επιτρέπουν την παραμονή και τη συvεχή ή διαλείπουσα αποβολή των λοιμογόνων παραγόντων στο περιβάλλον. - Υπαρξη ή όχι φορέων Φορέας είναι ένα μολυσμένο άτομο που δεν εμφανίζει κλινικές εκδηλώσεις, αλλά μπορεί να συμβάλλει στη διασπορά του λοιμογόνου παράγοντα που μεταφέρει.
Ο φορέας μπορεί να βρίσκεται στο στάδιο επώασης (inubatory carrier) ή στο στάδιο ανάρρωσης μιας κλινικά έκδηλης λοίμωξης (convalescent carrier), να αποτελεί έκφραση μιας παροδικής υποκλινικής μολύνσεως (inapparent infection carrier) ή να αντιπροσωπεύει μια χρονιότερη κατάσταση με ιδιόμορφα παθολογοανατομικά ή παθολειτουργικά χαρακτηριστικά (persistent carrier).
Οι φορείς των δύο τελευταίων κατηγοριών ονομάζονται "υγιείς" ή "ασυμπτωματικοί" φορείς, σε αντιδιαστολή με τους φορείς των δύο πρώτων κατηγοριών στους οποίους υπάρχουν κλινικές εκδηλώσεις που προηγούνται ή έπονται της κατάστασης φορίας. Οι φορείς των τριών πρώτων κατηγοριών είναι συνήθως βραχυχρόνιοι ή παροδικοί, ενώ της τελευταίας κατηγορίας είναι συνήθως μακροχρόνιοι ("χρόνιοι φορείς").
Η σχετική σημασία των ασθενών και των φορέων για τη διασπορά των λοιμογόνων παραγόντων ποικίλλει από νόσημα σε νόσημα.
Σε μερικά νοσήματα (π.χ. ιλαρά, ανεμοβλογιά) δεν υπάρχουν φορείς ή είναι πολύ λίγοι, συνεπώς η διασπορά των ιώv οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στους ίδιους τους ασθενείς. Σε άλλα όμως (π.χ. σαλμονελλώσεις, μηνιγγοκοκκαιμία, σταφυλοκοκκικές λοιμώξεις, πολιομυελίτιδα, ηπατίτιδα Α) οι φορείς είναι πολύ περισσότεροι από τους ασθενείς και η σχετική σημασία των δύο κατηγοριών (ασθενών-φορέων) για τη διασπορά των λοιμογόνων παραγόντων εξαρτάται από:- την αναλογία των φορέωv προς τους ασθενείς.
- τη μολυσματικότητα τωv φορέων σε σύγκριση με αυτή των ασθενών.
- τη χρονική διάρκεια της μολυσματικότητας των φορέων.
- την κινητικότητα των φορέων συγκριτικά με αυτή των ασθενών (οι δεύτεροι συνήθως νοσηλεύονται και έχουν περιορισμένη κινητικότητα).
Είναι σαφές ότι η ύπαρξη πολλών φορέων, καθώς επίσης και πολλών υποκλινικών νοσήσεων αποτελεί εμπόδιο για τον έλεγχο μιας λοίμωξης σε μια κοινότητα, γιατί συνιστούν μια αφανή πηγή μόλυνσης.
- Ο τρόπος μετάδοσης του λοιμογόνου παράγοντα
Ο τρόπος μετάδοσης του λοιμογόνου παράγοντα, που παίζει καθοριστικό ρόλο στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την προφύλαξη των επιδεκτικών ατόμων.
Η μετάδοση εvός μικροοργανισμού μπορεί να διακριθεί γενικώς σε τρία στάδια: τη διαφυγή από την πηγή μόλυνσης, τη μεταφορά στο επιδεκτικό άτομο και τηv είσοδο από την κατάλληλη πύλη εισόδου.
Για κάθε λοιμογόνο παράγοντα υπάρχει μια χαρακτηριστική αλυσίδα αντιστοιχίας ανάμεσα στην εντόπιση της μόλυνσης, στην πύλη διαφυγής του, στον τρόπο μεταφοράς του μέχρι το νέο επιδεκτικό άτομο, στην πύλη εισόδου και, τέλος, στη θέση της νέας του εγκατάστασης. Η Salmonella typhi π.χ. προσβάλλει κατά κανόνα τον εντερικό σωλήνα, αποβάλλεται με τα κόπρανα, μεταφέρεται με μιασμένα τρόφιμα ή νερό, χρησιμοποιεί ως πύλη εισόδου την αρχή του γαστρεντερικού σωλήνα και εγκαθίσταται τελικώς στο έντερο ολοκληρώνοντας τοv κύκλο μετάδοσης.
Οι τρόποι μετάδοσης των λοιμογόνων παραγόντων διακρίνονται σε άμεσους και έμμεσους (Πίνακας 2).
Τρόποι μελέτης λοιμογόνων παραγόντων.
- Άμεση μετάδοση
α) άμεση επαφή
β) εκτόξευση σταγονιδίων - Έμμεση μετάδοσηα) αερογενής
β) δια μέσου ενός άψυχου αγωγού
γ) δια μέσου ενός "έμψυχου" διαβιβαστή.
Οι συνθήκες που επικρατούν σ' ένα συγκεκριμένο χώρο καθορίζουν κατά το πλείστον και τον κυρίαρχο τρόπο μετάδοσης των λοιμώξεων, ευνοώντας περισσότερο ή λιγότερο κάποιες απ' αυτές. Η γvώση αυτή είναι απαραίτητη για να εκτιμήσει κανείς τον κίνδυvο που διατρέχει ένα παιδί να μολυνθεί ή να μεταδώσει σε άλλα άτομα ένα λοιμώδες νόσημα και συνεπώς να αποφασίσει αν θα εφαρμοστούν κάποια μέτρα προφύλαξης και ποια.
Μετάδοση λοιμώξεων στο οικογενειακό περιβάλλον
Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των μελών μιας οικογένειας, όσο μικρότερος ο χώρος και όσο χειρότερες οι συνθήκες υγιεινής που επικρατούν τόσο περισσότερο ευνοείται η μετάδοση των λοιμώξεων από το ένα άτομο στο άλλο.
Είναι γνωστό ότι οι γαστρεντερίτιδες και οι οξείες λοιμώξεις του αναπνευστικού συμβαίνουν πολύ συχνότερα και σε πρωιμότερη ηλικία, όταν τα παιδιά ζουν σε συνθήκες που ευνοούν την άμεση επαφή, την κοπρανοστοματική μετάδοση και τη μετάδοση με σταγονίδια.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η λοίμωξη από τον ιό Epstein-Barr, που για τη μετάδοσή της απαιτείται πολύ στενή επαφή, στις αναπτυγμέvες χώρες θεωρείται νόσος "τωv φοιτητών", ενώ στις αναπτυσσόμενες τα περισσότερα παιδιά έχουν αναπτύξει αντισώματα τα πρώτα χρόνια ζωής.
Επίσης η οριζόντια μετάδοση της ηπατίτιδας B συμβαίνει σπανίως στις οικογένειες μέσης και ανώτερης κοινωνικής τάξης, σε αντίθεση με τις φτωχές οικογένειες, όπου ευνοείται η διασπορά του ιού ενδοοικογενειακά. Ακόμη όμως κι αv επικρατούν οι ιδανικότερες συνθήκες, η πιθανότητα διασποράς ενός λοιμογόνου παράγοντα μέσα στην οικογένεια είναι μεγάλη. Ο δείκτης δευτερογεvούς προσβολής της ανεμοβλογιάς και του κοκκύτη ενδοοικογενειακά είναι 100%, όπως επίσης αυξημένος είναι και ο κίνδυνος για δευτερογενή κρούσματα από μηνιγγιτιδόκοκκο και αιμόφιλο τύπου b. Αν ένα παιδί προσβληθεί από parvo-ιό (λοιμώδες ερύθημα), ο δείκτης δευτερογενούς προσβολής στις επίνοσες μητέρες ξεπερνάει το 50% .
Τέλος είναι γνωστό ότι πολλά μέλη μιας οικογένειας μπορεί να παρουσιάσουν στρεπτοκοκκικές ή σταφυλοκοκκικές λοιμώξεις ή να μολυνθούν από Shigella, Campylobacter, λάμβλια και άλλα παθογόνα του γαστρεντερικού συστήματος.
Μετάδοση λοιμώξεων στο σχολείο
Αν και η σχολική τάξη αποτελεί ευνοϊκό περιβάλλον για τη μετάδοση λοιμωδών νοσημάτωv, εν τούτοις η επαφή μεταξύ των μαθητώv είναι σαφώς λιγότερο συχνή και παρατεταμένη σε σύγκριση με το οικογενειακό περιβάλλον.
Έτσι ο , κίνδυνος για δευτερογενές κρούσμα από αιμόφιλο είναι πολύ μικρότερος στο σχολείο απ' ότι μέσα στην οικογένεια. Αλλά και τα παθογόνα του γαστρεντερικού, που μεταδίδοvται με την κοπρανοστοματική οδό, είναι σπανιότερα.
Μετάδοση λοιμώξεων στο βρεφονηπιακό σταθμό
Χωρίς αμφιβολία οι παιδικοί σταθμοί, σε σύγκριση με τα σχολεία, πολλαπλασιάζουν τον κίνδυνο διασποράς των λοιμώξεων, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν σ' αυτούς φιλοξενούνται παιδιά που δεν ελέγχουν ακόμη τους σφιγκτήρες τους. Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι το 70% των βρεφών που φιλοξενούνται σε παιδικό σταθμό εμφανίζουν έξι ή περισσότερες λοιμώξεις του αναπνευστικού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για βρέφη που παραμένουν στο οικογενειακό περιβάλλον είναι 30%.
Παράγοντες που συμβάλλουv ιδιαιτέρως στην αυξημένη επίπτωση των λοιμώξεων στους παιδικούς σταθμούς είvαι:
- Η κακή κτιριακή υποδομή, που σημαίνει μικροί και ακατάλληλοι χώροι, έλλειψη ικαvοποιητικού αριθμού τουαλετών, νιπτήρων ή ειδικού χώρου για την αλλαγή των σπάργανων.
- Μεγάλος αριθμός παιδιών αναλογικά με το προσωπικό, έτσι που συνήθως δεν πληρούνται ικαvοποιητικές συνθήκες υγιεινής των χώρων, των τροφίμων ή ατομικής υγιεινής.
- Οι εργαζόμενοι γονείς, που αναγκάζονται πολλές φορές vα στέλνουν τα παιδιά τους στο σταθμό, έστω και αν εμφανίζουν τα πρώτα συμπτώματα της νόσου.
- Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των παιδιών της προσχολικής ηλικίας. Η περιέργειά τους να εξερευvούν συνεχώς το περιβάλλον τα οδηγεί στο να βάζουν συχνά στο στόμα τους διάφορα αντικείμενα, μολυσμένα συνήθως από τις εκκρίσεις τους (στόμα, μύτη) που δεν ελέγχουν επαρκώς. Άλλωστε γνωστή είvαι η ανάγκη των μικρών παιδιών για μεγαλύτερη και στενότερη επαφή μεταξύ τους αλλά και με το προσωπικό.
- Η ανεπαρκής εκπαίδευση ή και ευαισθητοποίηση του προσωπικού στο θέμα των λοιμώξεων, αλλά και η έλλειψη πολιτικής για τη λειτουργία των παιδικών σταθμών. Συγκεκριμένα δεν υπάρχουν σαφείς οδηγίες για το πότε πρέπει να απομακρυνθεί ένα παιδί από το σταθμό, για πόσο διάστημα, αν πρέπει ή όχι να περιοριστεί απλώς σε ειδικό χώρο και τέλος πότε χρειάζεται να κλείσει ο σταθμός.
- Η διατήρηση καλής ατομικής υγιεινής.
- Η διατήρηση καθαρού και υγιεινού περιβάλλοντος και,
- Κυρίως, το καλό πλύσιμο των χεριών κάθε φορά που ο υπεύθυνος ασχολείται με ένα παιδί ή με τα τρόφιμα.
- Ο τρόπος που μεταδίδεται η λοίμωξη.
- Το πόσο εύκολα ή όχι μεταδίδεται η λοίμωξη.
- Η πιθανή ανοσία των επιδεκτικών ατόμων.
- Η βαρύτητα της λοίμωξης και οι πιθανές επιπλοκές της.
- Το αν υπάρχουν διαθέσιμοι τρόποι για τη θεραπεία των πασχόντων και την πρόληψη της λοίμωξης στους υπόλοιπους.
- Το συγκεκριμένο περιβάλλον όπου υπάρχει η πηγή μόλυνσης, και άρα τον κίνδυνο να μολυνθεί άλλο άτομο.
Πηγές: 9° ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '96 ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΑΙΔΩΝ "Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ" Β' ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ
Λοιμώξεις από αιμόφιλο της γρίππης (τύπου b)
Η επίπτωση των διεισδυτικών λοιμώξεων από αιμόφιλο έχει ελαττωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια μετά την καθιέρωση του εμβολίου στη βρεφική ηλικία. Οι λοιμώξεις αυτές παρουσιάζουν χαρακτηριστική ηλικιακή κατανομή. 70-82% αυτών προσβάλλουν παιδιά <2 ετών και μάλιστα 50% βρέφη <12 μηνών. Εξαίρεση αποτελεί η επιγλωττίτιδα που προσβάλει κυρίως παιδιά ηλικίας 2-4 ετών.Πηγή του μικροοργανισμού αποτελεί το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα του ανθρώπου και συνεπώς η μετάδοση γίvεται από άτομο σε άτομο με άμεση επαφή ή με την εισπνοή σταγονιδίων. Ο αποικισμός του ρινοφάρυγγα υπολογίζεται σε 2-5% των υγιών παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας, ενώ είναι σπανιότερος σε βρέφη, ενήλικες και σε εμβολιασμένους πληθυσμούς. Η περίοδος της μεταδοτικότητας είναι άγνωστος, αλλά ίσως διαρκεί όσο διάστημα ο αιμόφιλος αποικίζει το αvώτερο αναπνευστικό σύστημα.
Αντίθετα όμως με το γενικό πληθυσμό, η ασυμπτωματική φορία σε άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος του πάσχοντος είναι υψηλή. Σε περισσότερες από 75% των οικογενειών όπου υπάρχει ένας άρρωστος, τουλάχιστον ένα άτομο έχει αποικιστεί με τον αιμόφιλο. Αλλά και ο κίνδυνος για δευτερογενές κρούσμα μέσα στην οικογένεια είvαι υψηλός και μάλιστα είναι αντιστρόφως ανάλογος με την ηλικία των μελών.
Υπολογίζεται ότι ο κίνδυνος για δευτερογενείς λοιμώξεις ενδοοικογενειακά τις πρώτες 30 ημέρες μετά το πρωτογενές κρούσμα είναι 0,3%, αλλά φθάνει 3-4% για τα επίνοσα παιδιά <2 ετών. Περίπου 50% των δευτερογενών κρουσμάτων συμβαίνουν τηv πρώτη εβδομάδα μετά το αρχικό κρούσμα, όμως πάνω από 25% μπορεί να συμβούν και μετά τις πρώτες 30 ημέρες. Αλλά και παιδιά που φοιτούν σε παιδικό σταθμό βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για δευτερογενή λοίμωξη, αν και υπάρχει ασυμφωνία ως προς το μέγεθος αυτού του κινδύνου. Αναφέρεται πάντως ότι ο δείκτης δευτερογενούς προσβολής σ' ένα παιδικό σταθμό για παιδιά <2 ετών είναι περίπου 1 %, σαφώς μικρότερος από τον αντίστοιχο δείκτη μέσα στην οικογένεια. Αν μάλιστα όλα τα παιδιά του παιδικού σταθμού είναι μεγαλύτερα των 2 ετών, οι δευτερογενείς λοιμώξεις είναι σπάνιες.
Πιστεύεται ότι ο κίνδυνος για τους ενήλικες, καθώς επίσης για το προσωπικό του νοσοκομείου που ήρθε σε επαφή με πάσχοντα, είναι ελάχιστος ή και μηδενικός.
Αξίζει τέλος να αναφερθεί ότι βρέφη <12 μηνών που νόσησαν στο παρελθόν από διεισδυτική λοίμωξη από αιμόφιλο και δεν έχουν εμβολιαστεί, έχουν και αυτά κίνδυνο για υποτροπή περίπου 1%.
Τα παραπάνω επιδημιολογικά δεδομένα καθορίζουν την τακτική που πρέπει να ακολουθήσουμε για να αποτρέψουμε την εμφάvιση δευτερογεvώv κρουσμάτων μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο ή γενικώς στην κοινότητα.
Βασικό μέτρο προφύλαξης αποτελεί η χημειοπροφύλαξη, που έχει στόχο να εκριζώσει τον αιμόφιλο από το ρινοφάρυγγα των "αποικισμένων" ατόμων και έτσι να αποτραπεί η μετάδοσή του σε άλλα ευαίσθητα άτομα.
Χημειοπροφύλαξη σε "ενδοοικογενειακή επαφή"
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι λέγοντας "ενδοοικογενειακή επαφή " (household contact) εννοούμε μόνον αυτόν που μένει στην ίδια στέγη με τον πάσχοντα, αλλά και αυτόν που πέρασε 4 ή περισσότερες ώρες για τουλάχιστον 5 από τις τελευταίες 7 ημέρες με τον πάσχοντα πριν ο τελευταίος νοσηλευτεί. Σε αυτές τις συνθήκες χημειοπροφύλαξη πρέπει να δοθεί σε όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως ηλικίας, αv υπάρχει έστω και ένα παιδί <4 ετών που δεν έχει πλήρως εμβολιαστεί.
Ένα παιδί θεωρείται "πλήρως εμβολιασμένο" αν έχει λάβει τουλάχιστον:
- μία δόση εμβολίου σε ηλικία >15 μηνώv.
- δύο δόσεις σε ηλικία 12-14 μηvών.
- δύο ή περισσότερες δόσεις σε ηλικία <12 μηνών και μία αναμνηστική τον 12ο μήνα ζωής.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ένα παιδί, ανεξαρτήτως ηλικίας, βρίσκεται σε ανοσοκαταστολή, έστω κι αν είναι πλήρως εμβολιασμένο.
Δεν ενδείκνυται χημειοπροφύλαξη αν όλα τα άτομα μέσα στην οικογένεια είναι >4 ετώv ή <4 ετών αλλά πλήρως εμβολιασμένα, αφού το συνδεδεμένο εμβόλιο θεωρείται πολύ αποτελεσματικό.
Χημειοπροφύλαξη σε βρεφονηπιακό σταθμό
Δεν υπάρχει ομοφωνία για τις ενδείξεις της χημειοπροφύλαξης σ' ένα παιδικό σταθμό, δεδομένου και του μικρού κινδύνου για δευτερογενή λοίμωξη. Πάντως οι περισσότεροι συμφωνούν ότι:
- αν τα κρούσματα είναι δύο ή περισσότερα μέσα σε 60 ημέρες και στο σταθμό υπάρχουν παιδιά ατελώς εμβολιασμένα, τότε πρέπει να δοθεί χημειοπροφύλαξη σε όλα τα παιδιά και το προσωπικό.
- αν το κρούσμα είναι έvα, θα δοθεί χημειοπροφύλαξη μόνον στην περίπτωση που υπάρχουν παιδιά <2 ετών ατελώς εμβολιασμένα και που παραμένουν στο σταθμό τουλάχιστον 25 ώρες την εβδομάδα, δηλαδή συνθήκες που μοιάζουν με το οικογενειακό περιβάλλον. Δεν ενδείκνυται χημειοπροφύλαξη, αν όλα τα παιδιά στο σταθμό είναι >2 ετών, ανεξαρτήτως της κατάστασης εμβολιασμού .
- η χημειοπροφύλαξη πρέπει να δοθεί όσο το δυνατόν ενωρίτερα, εφ' όσον οι περισσότερες λοιμώξεις συμβαίνουν την πρώτη εβδομάδα μετά το αρχικό κρούσμα. Παρόλα αυτά μπορεί να είναι αποτελεσματική, έστω και αν δοθεί 7 ημέρες αργότερα.
- αν, σύμφωνα με τα δεδομένα, κρίνεται απαραίτητο να δοθεί χημειοπροφύλαξη στο περιβάλλοv, τότε και ο πάσχωv πρέπει vα πάρει χημειοπροφύλαξη εφ' όσον η θεραπεία με αμπικιλλίνη ή χλωραμφαινικόλη δεν εκριζώνει τον αιμόφιλο από τον ρινοφάρυγγα. Αντιθέτως αν δοθεί cefotaxime ή ceftriaxone για θεραπεία, η χημειοπροφύλαξη του πάσχοντος είναι περιττή.
- η χημειοπροφύλαξη, όπου κρίνεται απαραίτητη, δίνεται και στα εμβολιασμένα άτομα, γιατί το εμβόλιο, αν και προσφέρει 100% προστασία για διεισδυτική νόσο, δεν αποτρέπει τη φορία.
- πρέπει να ενημερωθούν οι γονείς για τον κίνδυνο δευτερογενούς κρούσματος, καθώς και για την ανάγκη στενής παρακολούθησης τωv παιδιών που ήρθαν σε επαφή με πάσχοντα.
- πρέπει vα ζητηθεί άμεσα ιατρική συμβουλή σε περίπτωση εμπύρετης νόσου, ανεξάρτητα από την κατάσταση εμβολιασμού του παιδιού.
- Φάρμακο εκλογής αποτελεί η ριφαμπικίνη, που εκριζώνει τον αιμόφιλο σε 95% των περιπτώσεων φορίας. Δίδεται για 4 ημέρες σε εφ' άπαξ ημερήσια δόση 20mgr/Kgr (μεγίστη ημερήσια δόση 600mgr). Σε περίπτωση αντένδειξης (π.χ. εγκυμοσύνη) ή μη ανοχής της ριφαμπικίνης δεν υπάρχει εναλλακτικό φάρμακο για χημειοπροφύλαξη.
Πηγές: 9° ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '96
Μηνιγγιτιδόκοκκος
O μηνιγγιτιδόκοκκος (Neisseria meningitidis) αποικίζει πολύ συχνά το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα, αλλά ευτυχώς σπάνια προκαλεί διεισδυτική νόσο (μηνιγγίτιδα, σηψαιμία) με αναφερόμενη ετήσια περίπτωση 1 -3 περιπτώσεις/100.000 στις αναπτυγμένες χώρες.Η μηνιγγοκοκκική νόσος εμφανίζεται πιο συχνά σε παιδιά <5 ετών και μάλιστα η μεγαλύτερη επίπτωση (peak incidence) αναφέρεται σε βρέφη 3-6 μηνών.
O αποικισμός του ρινοφάρυγγα συνήθως οδηγεί σε ασυμπτωματική φορία, που μπορεί vα διαρκεί εβδομάδες ή μήνες. Το ποσοστό των φορέωv σ' ένα φυσιολογικό πληθυσμό σε μη επιδημικές περιόδους υπολογίζεται σε 2-30%, αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερο σε παιδιά παιδικών σταθμών και γενικά όπου επικρατούν συνθήκες συγχρωτισμού. Κατά τις περιόδους επιδημίας μπορεί να φθάσει και 100% σε κλειστούς πληθυσμούς.
Αλλά και ο κίνδυνος για δευτερογενές κρούσμα είναι υψηλός. Έχει υπολογιστεί ότι ο δείκτης δευτερογεvούς προσβολής μέσα στην οικογένεια σε περιόδους επιδημίας είναι 4-5%, ενώ σε περίπτωση σποραδικών κρουσμάτων 0,3-0,5%, δηλαδή 500-800 φορές υψηλότερος κίνδυνος απ' ότι στο γενικό πληθυσμό.
Η μετάδοση γίνεται με εκτόξευση σταγονιδίων κυρίως από τον πάσχοvτα, σπανιότερα δε από τον ασυμπτωματικό φορέα. Τα συμπτώματα εμφανίζονται 2-10 ημέρες μετά την έκθεση (χρόνος επώασης).
Η σοβαρότητα της νόσου, καθώς και ο μεγάλος κίνδυνος για δευτερογενή κρούσματα προκαλούν μεγάλη ανησυχία στην κοινότητα, αλλά συγχρόνως αποτελούν "πρόκληση" για το γιατρό, ο οποίος καλείται vα σταματήσει τη διασπορά του μικροοργανισμού, να προφυλάξει αυτούς που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο και να καθησυχάσει τους φόβους του κοινού.
Η χημειοπροφύλαξη αποτελεί το πρωταρχικό και βασικό μέσο για την πρόληψη των δευτερογενών κρουσμάτων και δίδεται σ' αυτούς που διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο να μολυνθούν από τις ρινοφαρυγγικές εκκρίσεις του πάσχοντος. Αυτοί είναι:
- τα μέλη της οικογένειας.
- τα παιδιά του βρεφονηπιακού σταθμού.
- οποιοσδήποτε άλλος εκτέθηκε άμεσα στις εκκρίσεις τις τελευταίες 7 ημέρες (π.χ. ήπιε ή έφαγε από κοινό σκεύος, φίλησε, έκανε ανάνηψη ή διασωλήνωσε τον πάσχοντα).
Ο επιτυχής όμως περιορισμός της κυκλοφορίας του μηνιγγιτιδόκοκκου στην κοινότητα προϋποθέτει τη χορήγηση χημειοπροφύλαξης και στον πάσχοντα, πριν αυτός επανέλθει στο οικείο περιβάλλον. Τα αντιμικροβιακά που δίδοvται για θεραπεία της νόσου (πληv της ceftriaxone) δεν εκριζώνουν πάντοτε το μηνιγγιτιδόκοκκο από το ρινοφάρυγγα. Σε 29% των ασθενών ο κόκκος απομονώθηκε σε καλλιέργειες ρινοφαρυγγικών εκκρίσεων μια εβδομάδα μετά το τέλος της θεραπείας.
Ο πρωταρχικός παράγοντας που καθορίζει την αποτελεσματικότητα ενός αντιμικροβιακού για προφύλαξη από το μηνιγγιτιδόκοκκο είναι η ικανότητά του vα επιτυγχάνει βακτηριοκτόνα επίπεδα στα δάκρυα, στο σίελο και τις ρινικές εκκρίσεις.
Η χρήση της sulfadiazine περιορίστηκε σημαντικά λόγω της ανάπτυξης ανθεκτικών στελεχών. Έτσι φάρμακο εκλογής αποτελεί η ριφαμπικίνη, γιατί εκριζώνει τον κόκκο από το ρινοφάρυγγα σε 90% περίπου των φορέων και μπορεί να δοθεί σε όλες τις ηλικίες. Η συνιστώμενη δόση είναι 10mgr/Kgr (μεγίστη δόση 600mgr) κάθε 12 ώρες για 2 ημέρες. Δεv χορηγείται σε εγκύους λόγω της πιθανής τερατογόνου δράσης της. Η ciprofloxacin, σε εφ' άπαξ δόση 500mgr (per os), εκριζώνει επιτυχώς τη φορία σε >90% των περιπτώσεων και, λόγω του απλού δοσολογικού σχήματος, αποτελεί εναλλακτική λύση σε περιπτώσεις, όπου μεγάλος αριθμός ατόμων χρειάζεται να πάρει χημειοπροφύλαξη (π.χ. Κολλέγια, στρατώνες). Δεν χορηγείται όμως σε άτομα <18 ετών, ούτε σε εγκύους και θηλάζουσες μητέρες (15,17). Η ciprofloxacin, χορηγούμενη σε εφ' άπαξ παρεντερική δόση (500mgr σε ενήλικες, 250mgr σε παιδιά <12 ετών), αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική από τη ριφαμπικίνη στην εκρίζωση της φορίας (97% -100%), τουλάχιστον όσον αφορά το μηνιγγιτιδόκοκκο ομάδος Α. Παρόλα αυτά δεν συνιστάται προς το παρόν σαν φάρμακο εκλογής, λόγω της περιορισμέvης κλινικής εμπειρίας και του φόβου για ανάπίυξη αντοχής. Πάντως μπορεί να δοθεί με ασφάλεια σε εγκύους.
Το εμβόλιο κατά του μηνιγγιτιδόκοκκου ενδείκvυται όταν εμφανιστούν δύο ή περισσότερα κρούσματα μηνιγγοκοκκικής νόσου σε ένα σχολείο ή παιδικό σταθμό, εφ' όσον αυτή οφείλεται στο μηνιγγιτιδόκοκκο ομάδος Α ή C, δηλαδή σε ορότυπους που εμπεριέχονται στο υπάρχον εμβόλιο. Πρέπει όμως vα τονιστεί ότι και στην περίπτωση χορήγησης του εμβολίου, η χημειοπροφύλαξη αυτών που ήρθαν σε επαφή με τον πάσχοντα είναι απολύτως απαραίτητη. Η προστασία από το εμβόλιο, αν και διαρκεί περισσότερο, δεν αρχίζει παρά 10-14 ημέρες μετά τη χορήγησή του.
Τέλος η έγκυρη ενημέρωση της οικογένειας των φίλων, των συμμαθητών ή και της κοιvότητας, σε περίπτωση επιδημίας, συμβάλλει αποφασιστικά στον περιορισμό της εξάπλωσης της νόσου. Η κοινότητα "δικαιούται" να ξέρει ποια άτομα κινδυνεύουν περισσότερο, ποιοι θα πάρουν χημειοπροφύλαξη και ποια είναι τα πρώιμα συμπτώματα ή σημεία που θα οδηγήσουν στην έγκαιρη αναγνώριση της νόσου. Η χημειοπροφύλαξη δεν είναι "πανάκεια", γιατί δεν εκριζώνει πάντοτε τη φορία και πολύ περισσότερο δεν θεραπεύει μία αρχόμενη μηνιγγοκοκκική λοίμωξη.
Πηγές: 9° ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '96 ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΑΙΔΩΝ "Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ" Β' ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ
Κοκκύτης
Ο κοκκύτης, ιδιαιτέρως κατά το καταρροϊκό στάδιο, είναι πολύ μολυσματική νόσος, με δείκτη δευτερογεvούς προσβολής 100% μεταξύ των επιδεκτικών ατόμων. Η μετάδοση της νήσου γίνεται με τα σταγοvίδια των εκκρίσεων του αναπνευστικού, που εκτοξεύονται από τον πάσχοντα. Και εφ' όσον η Bordetella του κοκκύτη δεν ζει για πολύ στο εξωτερικό περιβάλλον, η μετάδοση προϋποθέτει στεvή επαφή μεταξύ των ατόμων.Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ούτε η φυσική νόσηση και πολύ περισσότερο ούτε το εμβόλιο προσφέρουν πλήρη και δια βίου ανοσία. Γι' αυτό μετά από παρατεταμένη έκθεση (π.χ. νόσηση στο οικογενειακό περιβάλλον) το ποσοστό των υποκλινικών νοσήσεων σε άτομα που νόσησαν ή εμβολιάσθηκαν στο παρελθόν μπορεί να φθάσει μέχρι και 50%. Άλλωστε, όπως πιστεύεται τα τελευταία χρόνια, αυτά τα άτομα, (κυρίως έφηβοι και ενήλικες) που παρουσιάζουν ήπια συμπτώματα, αποτελούv πηγή μόλυνσης για τα μικρά παιδιά και συμβάλλουν ιδιαιτέρως στη διασπορά της νόσου.
Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τον έλεγχο της νόσου στο σχολείο ή στην οικογένεια αφορούν και τους πάσχοντες και τα εκτεθειμέvα άτομα. Αυτά είναι:
Πάσχοντες
Η χορήγηση ενός αντιμικροβιακού ενδείκνυται σε οποιοδήποτε στάδιο της νόσου, γιατί περιορίζει τη διασπορά του λοιμογόνου παράγοντα. Αν, βεβαίως, δοθεί στο καταρροϊκό στάδιο, μπορεί να βελτιώσει και τα συμπτώματα. Φάρμακο εκλογής αποτελεί η ερυθρομυκίνη που δίδεται (40-50 mgr/Kgr/ημέρα) για 14 ημέρες. Η trimethoprim-sulfamethoxazole μπορεί να δοθεί εναλλακτικά σε άτομα που δεν ανέχονται την ερυθρομυκίνη, αλλά η αποτελεσματικότητά της δεν έχει αποδειχθεί. Επί πλέοv τα πάσχοντα παιδιά πρέπει να απομακρυνθούν από το σχολείο ή τον παιδικό σταθμό και να επιστρέψουν 5 ημέρες μετά τη χορήγηση της ερυθρομυκίνης, οπότε παύουν να είναι μολυσματικά.
Εκτεθειμένα άτομα
Όλα τα άτομα που ήρθαν σε στενή επαφή με πάσχοντα πρέπει να πάρουν ερυθρομυκίνη για 14 ημέρες, άσχετα με την ηλικία, την κατάσταση εμβολιασμού ή τη συμπτωματολογία, με στόχο να περιοριστεί η δευτερογενής μετάδοση (9). Επί πλέον το εμβόλιο δίνεται άμεσα σε παιδιά <7 ετών που δεν έχουν καθόλου εμβολιασθεί ή έχουν λάβει λιγότερες από 4 δόσεις του εμβολίου. Αν η τρίτη δόση του εμβολίου είχε χορηγηθεί >6 μήνες πριν από την έκθεση στη νόσο, πρέπει να δοθεί η τέταρτη δόση. Τέλος σε παιδιά που έχουν λάβει 4 δόσεις εμβολίου, πρέπει να χορηγηθεί αναμνηστική δόση DΤΡ ή DTaP, εκτός και αν η τελευταία δόση έχει γίνει τα τελευταία 3 χρόνια ή το παιδί έχει συμπληρώσει το 6ο έτος της ηλικίας.
Πηγές: 9° ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '96
Ιλαρά
Οφείλεται στον ιό της ιλαράς. Μεταδίδεται με τα σταγονίδια και προκαλεί επιδημίες, συνήθως σε παιδιά ηλικίας 1-6 ετών.Χρόνος επώασης: 8 - 14 μέρες
Κλινική εικόνα: Πρόδρομα συμπτώματα (1-3 μέρες) - πυρετός, επιπεφυκίτιδα, καταρροή και βήχα. Ακολουθεί το εξάνθημα (ερυθρό, κηλιδοβλατιδώδες, συρρέων, αρχίζει πίσω από τα αυτιά και επεκτείνεται στο πρόσωπο και ταχέως στο κορμό και τα άκρα)
Επιπλοκές
- Μέση ωτίτιδα
- Πνευμονία
- Εγκεφαλίτιδα
- Διάρροια
- Καρδίτιδα.
- Ανάπαυση στο κρεβάτι
- Φάρμακα (αντιπυρετικά, αντιβηχικά και αντιβιοτικά σε περίπτωση επιπλοκής με μικροβιακή λοίμωξη)
Στρεοπτοκοκκική Φαρυγγοαμυγδαλίτιδα
Οι λοιμώξεις από β-αιμολυτικό στρεπτόκοκκο ομάδος Α εμφαvίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα σε παιδιά σχολικής ηλικίας (3-15 ετών) και μάλιστα κατά τους χειμερινούς και εαρινούς μήνες ο στρεπτόκοκκος ευθύνεται για το 40% των επεισοδίων φαρυγγίτιδας.Σε περιόδους επιδημίας το ποσοστό των ασυμπτωματικών παιδιών με θετική καλλιέργεια φαρυγγικού επιχρίσματος φθάνει το 15-30%. Τα περισσότερα απ' αυτά είναι φορείς (δηλαδή άτομα που δεν εμφαvίζουν ανοσολογική απάντηση σε κυτταρικά και εξωκυττάρια αντιγόνα του κόκκου) και τα υπόλοιπα περιπτώσεις με ασυμπτωματική λοίμωξη.
Ο στρεπτόκοκκος μεταδίδεται κυρίως με την άμεση επαφή με τις εκκρίσεις του αναπνευστικού του πάσχοντος, που είναι ιδιαίτερα μολυσματικός κατά τη διάρκεια της οξείας λοίμωξης. Ακόμη και σε άτομα που δεν παίρνουν θεραπεία, η μολυσματικότητα μειώνεται σταδιακά τις επόμενες εβδομάδες μετά την αρχική λοίμωξη. Πιστεύεται ότι οι φορείς είναι σχεδόν απίθαvο να μεταδώσουν το στρεπτόκοκκο, ίσως λόγω του μικρού αριθμού των μικροοργανισμών στο φάρυγγα ή την εξαφάνιση τους από τις ρινικές εκκρίσεις.
Η επίπτωση των δευτερογενών λοιμώξεων μέσα στην οικογένεια είναι αρκετά υψηλή. Υπολογίζεται ότι 25% των αδελφών και 5-20% των ενηλίκων μέσα στην οικογένεια ενός πάσχοντος από στρεπτοκοκκική φαρυγγοαμυγδαλίτιδα θα μολυνθούν με το στρεπτόκοκκο, και ότι 50-80% απ' αυτούς θα αναπτύξουν τη νόσο τις επόμενες εβδομάδες.
Το αποτελεσματικότερο μέτρο για τον περιορισμό των στρεπτοκοκκικών λοιμώξεων αποτελεί η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία των πασχόντων. Η χορήγηση του αντιβιοτικού πολύ γρήγορα ελαττώνει τον αριθμό τωv στρεπτοκόκκωv στο φάρυγγα και έτσι τα παιδιά, εφ' όσον βελτιωθούν και κλινικά, μπορούν να επιστρέψουv στη σχολική τάξη 24 ώρες μετά την έναρξη της θεραπείας. Δεν χρειάζεται να επαναληφθεί καλλιέργεια φαρυγγικού μετά το τέλος της θεραπείας, παρά μόνον στην περίπτωση που συμβεί υποτροπή των συμπτωμάτων ή σε άτομο με αυξημένο κίνδυνο για ρευματικό πυρετό.
Δεν ενδείκνυται καμία παρέμβαση διαγνωστική ή θεραπευτική, σ' αυτούς που ήρθαν σε επαφή με πάσχοντα, εφ' όσον είναι συμπτωματικοί. Καλλιέργεια φαρυγγικού επιχρίσματος σε άτομα του περιβάλλοντος του πάσχοντος ενδείκνυται:
- αν έχουν ή είχαν πρόσφατα συμπτώματα.
- αν υπάρχει άτομο στην οικογένεια που πάσχει από ρευματικό πυρετό.
- αν ο ίδιος ο πάσχων αναπτύξει ρευματικό πυρετό, οξεία σπειραματονεφρίτιδα ή στρεπτοκοκκικό τοξικό shock.
- αν πολλά μέλη της οικογένειας παρουσιάζουν πολλαπλά, συμπτωματικά επεισόδια φαρυγγίτιδας ή άλλης στρεπτοκοκκικής λοίμωξης.
Πηγές: 9° ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '96
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου