Τώρα ανακαλύψαμε τον Λάνθιμο. Τώρα το ατελείωτο πλήθος των ελληνικών Μedia και κυρίως τα τηλεοπτικά δάγκωσαν τη γλώσσα τους προφέροντας τη λέξη «Κυνόδοντας». Τώρα με το Οσκαρ και την γκλαμουριά. Να αρπάξω βρεγμένη σανίδα να σου δείξω εγώ. Γιατί εξαγώγιμο ελληνικό προϊόν δεν είναι τα σκουπίδια, η χυδαιότητα, η Γιουροβίζιον και η πορνογραφία. Γιατί όλα αυτά προς εσωτερική ανακύκλωση. Οπως η λαμογιά, η διαπλοκή, το κουκούλωμα, η φοροδιαφυγή. Και φυσικά του Δημόσιου οι αραχτοί. Αυτή την Ελλάδα αναπαράγουν οι λεβέντες που καθορίζουν την ειδησεογραφία και την κουλτούρα μας. Μια χώρα τριτοκοσμική, εσωστρεφική, αυτοκαταστροφική και υποβαθμισμένη. Μια Ελλάδα που έχει καταντήσει η χλεύη της Ευρώπης και η χωματερή του πολιτισμού. Αυτό το άθλιο, ανυπόληπτο καφενείο είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Σαν αυτοματοποιημένη «βαριά βιομηχανία» που επί 24ώρου βάσεως παράγει απροσμέτρητη αφασία και επικών διαστάσεων ανθυποκουλτούρα. Και για μια ακόμα φορά δύο πράγματα έγιναν ξανά. Το πρώτο η εξαίρεση από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Από το δημιουργικό Ατομο. Από τον οίστρο ενός καλλιτέχνη. Από τη μοναχική πορεία ενός νέου που άλλο πια δεν αντέχει. Από μια «ασήμαντη» μειοψηφία που τολμάει να πάει κόντρα σε όλους και σε όλα και μπορεί στο τέλος να διαπρέψει. Το δεύτερο, οι ξένοι. Πρώτα οι Γάλλοι του Φεστιβάλ των Καννών, έπειτα οι Βρετανοί που αποθέωσαν την ταινία και τέλος οι Αμερικανοί που την επέλεξαν για τα Οσκαρ. Μια χειρονομία που στους διαχειριστές του δυσθεώρητου ελληνικού πτυελοδοχείου περίπου λέει: Αυτή είναι ποιότητα. Αυτός είναι ο δρόμος της εξωστρέφειας. Αυτό το «προϊόν» είναι εξαγώγιμο και συγχρονίζεται με το επίπεδο της σημερινής παγκόσμιας πρωτοπορίας. Ακούει κανείς; Ακρα του τάφου σιωπή. Ελα μωρέ, σου λέει. Ο κόσμος μόνο Τζούλια θέλει. Αγαπητοί μου, δεν είναι μόνοι οι πολιτικοί. Είναι ένα παχύδερμο, ακούνητο, τυμπανιαίο πτώμα που αργά, υπόγεια και καθημερινά μας κατεβάζει στον τάφο με την ένδειξη Ελλάς!
Πέρα από την όποια αντανακλαστική συμπάθεια μπορεί να επιφέρει το άκουσμα των θετικών έως διθυραμβικών κριτικών, οι επευφημίες του κοινού, ακόμα και η ίδια η βράβευση μίας ελληνικής ταινίας στο τμήμα 'Ένα Κάποιο Βλέμμα' (Un Certain Regard) του 62ου Φεστιβάλ των Καννών, η ουσία των πραγμάτων για την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου παραμένει ανεπηρέαστη και ξεκάθαρη. Δεν πρόκειται απλώς για μία ιδιαίτερης σύλληψης και γραφής ταινία αλλά για ένα ολοκληρωμένο φιλμικό σύμπαν που καθηλώνει και βυθίζει το θεατή στους νόμους και τις αρχές του. Στη δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους ταινία του, o Λάνθιμος παραδίδει ένα σπουδαίο πόνημα, ευφυές, σκηνοθετικά στιβαρό, οικονομικό στην αφήγηση, άριστα στοχευμένο στο αλληγορικό θέμα του και διεξοδικά μελετημένο έως και την τελευταία λεπτομέρεια. Από τις αξιολογότατες ερμηνείες έως την προσεγμένη μουσική επένδυση και τους φωτισμούς, όλα συντονίζονται υπέροχα.
Με κάμερα ως επί το πλείστον στατική, κλειδώνει μέσα στα έξοχα κάδρα του την ουσία όσων λαμβάνουν χώρα στο σπίτι-φρούριο. Τα ένστικτα των ηρώων και οι πράξεις τους βρίσκουν έτσι το ιδανικό μονοπάτι για να αποκτήσουν το νόημα που αναζητούν, στα πλαίσια μίας δραματουργίας που απογειώνεται κλιμακωτά. Και είναι αυτός ακριβώς ο λόγος όπου οι ερωτικές και οι βίαιες σκηνές δεν αποτελούν το σκληρότερο μέρος της ταινίας, αντιπαραβάλλοντάς τες με την ουσία που αυτές καταδεικνύουν. Αλλωστε, τι μπορεί να είναι σκληρότερο από το να καθίστασαι θεατής μίας εκπαίδευσης παιδιών σαν να πρόκειται για σκυλιά του Pavlov;
Μέσα σε αυτό το σύγχρονο 'σπήλαιο του Πλάτωνα' που στήνει για τους ήρωές του το σενάριο των Λάνθιμου και Φιλίππου, δομείται μία εναλλακτική πραγματικότητα όπου τα πάντα αποκτούν όνομα και νόημα κατόπιν έγκρισης μίας ανώτερης αρχής, της γονεϊκής. Οι άμεσα συνεπαγόμενες φιλοσοφικές αναζητήσεις και οι διαχρονικές αλληγορικές αναφορές στην ανθρώπινη ύπαρξη και γνώση, την ελευθερία της σκέψης, το θεσμό της οικογένειας, τη δομή και τη λειτουργία της κοινωνίας, τη σεξουαλικότητα, συνιστούν τη διαλεκτική παλέτα του «Κυνόδοντα» που κατακλύζει ολόκληρο το σώμα της ταινίας και εκτείνεται πολύ πέραν αυτού. Το νόημα των λεγομένων του Bunuel, ότι το σινεμά οφείλει να ενοχλεί, βρίσκει επαρκή ανταπόκριση στην ταινία του Λάνθιμου. Γιατί ο «Κυνόδοντας» αποτελεί μία απαιτητική για το θεατή πνευματική τροφή η οποία τον καλεί να ξεπεράσει τις όποιες άμυνες του προκειμένου να απορροφηθεί στους καίριους και επίκαιρους στοχασμούς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου